ὑπερθεματίζω — overbid pres subj act 1st sg ὑπερθεματίζω overbid pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπερθεματίζω — ὑπερθεματίζω ΝΜ προσφέρω την πιο υψηλή τιμή σε πλειστηριασμό, πλειοδοτώ νεοελλ. μτφ. υπερβάλλω, ξεπερνώ, τονίζω ακόμη περισσότερο («ο κ. υπουργός εγκρίνει τις δηλώσεις τών υφισταμένων του και υπερθεματίζει») μσν. προχωρώ πέρα από το θέμα, από την … Dictionary of Greek
υπερθεματίζω — υπερθεματίζω, υπερθεμάτισα βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
υπερθεματισμός — ο / ὑπερθεματισμός, ΝΜ [ὑπερθεματίζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού υπερθεματίζω, η προσφορά υψηλότερης τιμής σε πλειστηριασμό, πλειοδοσία νεοελλ. 1. (νομ.) έγγραφο αγοραπωλησίας με το οποίο οι συναλλασσόμενοι επιφυλάσσονται να θεωρήσουν την… … Dictionary of Greek
υπερθεμάτιση — η, Ν [ὑπερθεματίζω] υπερθεματισμός … Dictionary of Greek
υπερθεματιστής — ο / ὑπερθεματιστής, ΝΜ [ὑπερθεματίζω] πλειοδότης … Dictionary of Greek
πλειοδοτώ — πλειοδότησα, δίνω, προσφέρω μεγαλύτερη τιμή σε δημοπρασία, υπερθεματίζω: Στη δημοπρασία πλειοδότησε ο Γ.Π … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὑπερθεματίσας — ὑπερθεματίσᾱς , ὑπερθεματίζω overbid aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)